Ιστορικές μαρτυρίες για την Επανάσταση

Για να γνωρίσουμε το αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψουμε σε κείμενα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ' αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι και στ' απομνημονεύματα των αγωνιστών, του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Περραιβού, του Σπηλιάδη κι άλλων.

Τα δυο '21

Από τη μελέτη εκείνων των γεγονότων, ακόμα κι από τα λαϊκοεπαναστατικά τραγούδια εκείνης της εποχής βγαίνει το συμπέρασμα, ότι δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων και το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Το πρώτο ήταν σπορά από το «Δίκαιο του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στο άλλο πέφτει βαρύς ίσκιος της «Πατρικής διδασκαλίας» του Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ κυρ Ανθίμου - Γρηγορίου.

Το Εικοσιένα ήταν μια επανάσταση με εθνικοκοινωνικό χαρακτήρα. Γι' αυτό και δεν ήταν έργο της άρχουσας τάξης που ήθελε υπόδουλους τους ραγιάδες, μα του δυναστευμένου λαού και των πιο φωτισμένων, πρωτοπόρων του. Ορισμένοι απ' αυτούς, όπως ο Κοραής, πίστευαν πως το έθνος θα λυτρωνόταν από τον οθωμανικό ζυγό με την παιδεία κι άλλοι, οι πιο ρεαλιστές, όπως ο Ρήγας Φεραίος και οι σύντροφοί του, με τον ένοπλο αγώνα.

Οι κοτζαμπάσηδες κι ο ανώτερος κλήρος, εκτός από εξαιρέσεις, κράτησαν εχθρική στάση τόσο στο διαφωτισμό του λαού-ραγιά, όσο και στην εξέγερσή του και τούτο διότι φοβούνταν μη χάσουν τα προνόμιά τους.

Υπήρχαν δίπλα σ' αυτούς άνθρωποι, κυρίως νησιώτες, που είχαν αποκτήσει πλούτο, δύναμη και επιρροή - η λεγόμενη εμποροναυτική τάξη. Δεν ήταν εχθρός της εθνικής παλιγγενεσίας. Τρέμοντας το βιος που καζάντισαν υποστήριζαν πως δε χρειάζεται να ξεσηκωθεί το έθνος. Πίστευαν ότι θα του χαρίσουν τη λευτεριά του οι ισχυροί της Γης. Ο λαός, όμως, που στέναζε κάτω από το διπλό ζυγό, του αγά και του κοτζάμπαση, έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Γι' αυτό ο κάθε χρόνος που πέρναγε μέσα στη σκλαβιά - «ακόμα τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες...» - ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά του. Πάνω του είχαν πέσει τα αρπαχτικά - μπέηδες και προύχοντες - ρουφώντας το αίμα του. Αγγαρείες, χαράτσια, ξυλοδαρμοί και κάθε είδους εξευτελισμοί δεν έλειπαν από το φτωχό ραγιά. Οι κοτζαμπάσηδες ήταν πιο σκληροί και βάναυσοι από τους Τούρκους. Εισέπρατταν μεγαλύτερους φόρους και ταυτόχρονα εξαπατούσαν και τους Τούρκους.

Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ανιστορεί με τα πιο μελανά χρώματα το τι τραβούσαν οι ραγιάδες από τους Τούρκους, τους κοτζαμπάσηδες και το ιερατείο. Οι κοτζαμπάσηδες, πιστά τσιράκια των Τούρκων, τυραννούσαν ανελέητα το λαουτζίκο. Γι' αυτό και δίκαια οι αγωνιστές της Επανάστασης τους έλεγαν τουρκοκοτζαμπάσηδες. Ηταν Τούρκοι στην ψυχή και στην καρδιά και μόνο το όνομά τους ήταν χριστιανικό. Φέρονταν και ζούσαν όπως οι αφεντάδες τους και τιμή τους λογάριαζαν τη φιλία του αγά και έπαινό τους κι αξιοσύνη τους το ξεζούμισμα του ραγιά.

Μπροστά στη διπλή τυραννία, δεν έμενε άλλο στο ραγιά, παρά ν' αρπάξει το ντουφέκι και να βγει στα βουνά. Εκεί φύσαγε ο αέρας της λεβεντιάς και της ελευθερίας που απαθανάτισαν τα δημοτικά μας τραγούδια.

Το κοινωνικό περιεχόμενο του Εικοσιένα το παραδέχονται κι οι πιο αντιδραστικοί ιστορικοί - κι ας γυρεύουν να το θάψουν ο Παπαρρηγόπουλος κι ο Τρικούπης. Ο Σπηλιωτάκης γράφει: «Ευθύς εξαρχής, από δυναστικής ή πολιτικής, εγένετο (η ελληνική επανάσταση) και κοινωνική...» (Σπηλιωτάκης, «Η κρίσις»).

Η άρνηση του κοινωνικού περιεχομένου της Επανάστασης είναι η άρνηση της ίδιας της αλήθειας. Τώρα, αν κατάφεραν να πνίξουν το κοινωνικό της περιεχόμενο είναι ένα άλλο ζήτημα.

Προετοιμασία μετ' εμποδίων

Οταν πέθανε ο Σκουφάς, οι σύντροφοί του προτείνουν τον Καποδίστρια να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας αρνιέται. Αναλαμβάνει την ευθύνη ο Ξάνθος και προσφέρει την αρχηγία στον ελληνικής καταγωγής αξιωματικό, τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, που υπηρετούσε με το βαθμό του στρατηγού στο ρωσικό στρατό. Είχε ξεχωρίσει για την τόλμη του και την παλικαριά του στους Ναπολεόντειους πολέμους, χάνοντας το δεξί του χέρι το 1813 στη μάχη της Δρέσδης.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν πατριώτης με φιλελεύθερες ιδέες. Φεύγει από την Πετρούπολη κι έρχεται στη Βεσαραβία, όπου εκεί πάνε να τον βρούνε οι φιλικοί Αναγνωστόπουλος, Παπαφλέσσας, Περραιβός, κ.ά. Αποφασίζουν να ξεσηκώσουν όλους τους λαούς των Βαλκανίων ενάντια στη σουλτανική τυραννία. Ταυτόχρονα, στέλνεται ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, με εντολή να ξεσηκώσει στα άρματα ως τις 25 Μάρτη του 1821. Ηταν μια πετυχημένη εκλογή. Απ' όπου περνούσε άναβε φωτιές. Φτάνει στην Υδρα και στις Σπέτσες. Ομως, οι κυρίαρχοι των δύο αυτών νησιών ούτε θέλουν ν' ακούσουν για αγώνα.

Ο Παπαφλέσσας (Γρηγόριος Δικαίος) μίλησε με τον Αντώνη Οικονόμου στην Υδρα και τον Γιώργη Πάνου στις Σπέτσες, που από καιρό ήταν μπασμένος στο πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας. Ετοιμάζεται να περάσει στο Μοριά. Το μαθαίνουν οι προύχοντες και αποφασίζουν να προλάβουν το «κακό» και βάζουν ανθρώπους στα διάφορα μέρη να τον σκοτώσουν. Μα ο Παπαφλέσσας μυρίζεται τους σκοπούς τους και ξεμπαρκάρει στ' Ανάπλι, όπου υπήρχαν μόνο Τούρκοι. Και μεταμφιεσμένος πότε σε μπέη και πότε σε ζητιάνο φεύγει για το Αργος και ανταμώνει με τον αδελφό του, τον κλεφτοκαπετάνιο Νικήτα Φλέσσα. Τραβάει με εφτά αρματωμένους για την Κόρινθο και μηνάει στα μεγάλα καλπάκια του Μοριά να μαζευτούν να τους μιλήσει από μέρους του Αλ. Υψηλάντη.

Οι προύχοντες του ζητούν να 'ρθει στη Βοστίτσα (Αίγιο) αποφασισμένοι να μην τον αφήσουν ν' ανάψει φωτιά στο Μοριά. Μαζεύονται στις 26 Γενάρη 1821 στο σπίτι του Αντρέα Λόντου και ο Παπαφλέσσας τους δείχνει τα πληρεξούσια γράμματα του Υψηλάντη, που μ' αυτά τον αποκαθιστούσε «άλλο του εγώ» στο Μοριά. Τους διαβάζει τις προσταγές του Υψηλάντη να ετοιμάσουν 25.000 στρατεύματα. Τ' ακούνε οι κοτζαμπάσηδες και τους σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής τους. Δίνουν τέλος στην πρώτη τους συνάντηση και την επόμενη παίρνει το λόγο ο δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός και βάζει σαν πληρεξούσιος κι όλων των άλλων έντεκα ερωτήματα στον Παπαφλέσσα - μια πεπονόφλουδα το καθένα. Ο Παπαφλέσσας προσπαθώντας να τους ενθουσιάσει, τους απάντησε πως όλα τα 'χει προβλέψει η Αρχή.

Στη συνέχεια το λόγο παίρνει ο άρχοντας Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος είπε ότι τα όσα τους είπε ο Παπαφλέσσας δε στέκονται κι ότι θα το πάρουν το έθνος στο λαιμό τους. Τα λόγια του Ζαΐμη βρίσκουν σύμφωνους όλους τους άλλους.

-- Χάνεται το έθνος μας αν ξεσηκωθούμε, φώναξαν, γιατί τίποτα δεν είναι έτοιμο.

Ξαναπαίρνει τότε το λόγο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, το βαρύ πυροβολικό των αρχόντων, και λέει: Πού πολεμοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Πού στρατός πεπαιδευμένος; Πού στόλος εφοδιασμένος;

Και αφού προσπάθησε να σπείρει την απαισιοδοξία του στους παρευρισκόμενους κατέληξε με τούτα δω τα λόγια: «...Αλλ' εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητος έχομεν διά να πιστεύσωμεν όσα λέει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;» (Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ. α΄, σελ. 98).

Τον πιο κρύφιο όμως στοχασμό και φόβο των κοτζαμπάσηδων τον φανέρωσε ο Σωτήρης Χαραλάμπης: «...Πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία μ' εμάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη με στρατεύματα... Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θα 'χουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει! Και δείχνει τον Νικήτα Φλέσσα, τον αδελφό του Παπαφλέσσα.

Κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος με το λαό να 'χει δικαιώματα»!

Τότε ο Παπαφλέσσας δεν κρατιέται.

-- Η επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι, ας τον κόψουν...

Αυτό ήταν που τους πονούσε. Πετιέται πάνω ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κι αρχίζει να βρίζει.

-- Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος! του φωνάζει.

Ο φλογερός αυτός Ελληνας, ο Παπαφλέσσας, άμα είδε πως δεν έχει τίποτα να καρτερά από τους προύχοντες και τους δεσποτάδες, φεύγει από τη Βοστίτσα, πάει στη Μάνη να βρει τον Κολοκοτρώνη. Απ' όπου περνούσε ενθουσίαζε το λαό και τον καλούσε να ετοιμαστεί για αγώνα.

Η φλόγα φουντώνει

Στις 22 του Φλεβάρη ο Αλεξ. Υψηλάντης, μαζί με τα τρία του αδέρφια - Δημήτριο, Νικόλαο και Γεώργιο - και άλλους σημαντικούς φιλικούς, περνάει τον Προύθο. Ο Σπύρος Τρικούπης τον κατηγορεί πως «αντί να εγκολπωθή την ισχυράν μερίδαν των αρχόντων και, διά της συνδρομής αυτών, να ενισχύση τον αγώνα του, εμελέτησε να καταργήσει τα προνόμιά των και να κηρύξη πολιτικήν ισότητα, ο έστι, να προκαλέση την αγανάκτησιν των δυνατών εναντίον του χωρίς καν να ωφελήση ή να ελκύση τους δούλους (το λαό) όντας οποίους τους εξιστορήσαμεν».

Επειτα από μια λαμπρή αρχική επιτυχία, ο αγώνας στις ηγεμονίες, με τις προδοσίες που γίνηκαν από τους τρανούς, παίρνει την κάτω βόλτα.

Η μάχη στο Δραγατσάνι, όπου συντρίφτηκε ο Ιερός Λόχος, αποτέλεσε το τέλος της εκστρατείας. Ο Αλ. Υψηλάντης παραδίνεται, με τ' αδέλφια του Νικόλαο και Γεώργιο, στους Αυστριακούς στις 14 του Μάη. Πιο πριν είχε προστάξει τον αδελφό του Δημήτριο - λοχαγός του ρούσικου στρατού - να φύγει για το Μοριά, έχοντας σύμβουλο τον φιλικό Αναγνωστόπουλο.

Οταν οι πρώτες ειδήσεις για το κίνημα του Υψηλάντη φτάσανε στο Μοριά κανείς πια δεν μπορούσε να βαστάξει το λαό. Στις 21 του Μάρτη ο τσαγκάρης Παναγ. Καρατζάς ξεσηκώνει τους Πατρινούς, παίρνουν την πόλη και αναγκάζουν τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο. Στις 23 του Μάρτη ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν στην Καλαμάτα. Η Επανάσταση λοιπόν δεν άρχισε, όπως το θέλει η επίσημη παράδοση, στις 25 του Μάρτη, στην Αγία Λαύρα με τελετές και με δοξασίες. Τούτη την αλήθεια την παραδέχεται πρώτος και καλύτερος ο Σπ. Τρικούπης: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδα επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κι οι περισσότεροι άλλοι προύχοντες του Μοριά, θέλοντας και μη, πήρανε μέρος στην Επανάσταση. Ο μόνος καημός και η φροντίδα τους ήταν πώς να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία με πρωτοστατούντες Ζαΐμηδες και Μαυροκορδάτους.

Μαίρη ΖΙΩΓΑ
Διδάκτωρ Ιστορίας

Πηγή: Ριζοσπάστης, 25/3/08