Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

το τέρας που τρέφεται με αγάπη..

Σα κλείνουν τα μάτια το βράδυ
σε ύπνο βαθύ, σκοτάδι..
το ακούς που ουρλιάζει στ΄αστέρια
και τρομάζει
των αγγέλων τα χέρια.
Μοιάζει ο κόσμος μόνος, με φόβο.
Εφιάλτης η ανάσα, που διώχνω...

Κι ύστερα πάλι η ώρα,
ρυθμικά την καρδιά τη κουρδίζει.
Δίνει σήμα, να κρύψει το "Τώρα"
απ΄την αυγή, που ωραία ροδίζει..
Νέα πρόσωπα, μάσκες καινούργιες
ήχοι σιωπών καλύπτουν τα ίχνη,
φοράς ανάποδα το δέρμα
που ακόμη φόβο μυρίζει.

Και της μέρας σκαφτιάς, εργάτης,
σα σκουλήκι τρυπάς το ωραίο.
Φτερουγίζουν μακρυά σου τα σμήνη
και ρωτάς τι έχει απομείνει..
Μες τα χέρια σου βαστάς ένα χάρτη
από πρέπει και μη, απ΄ αλάτι,
στις πληγές ως επίθεμα βάζεις,
της καρδιάς τις ρωγμές να σκεπάζεις.

Μία στοίβα χαρτιά η ζωή σου,
κάπου γράφουν πως είσαι σπουδαίος,
έντιμος εργατικός και νέος.
Να προσέχεις τα όνειρα λένε
που τις μοίρες ανάξιων καίνε..
Κάπου γράφει, μα είναι σε στοίβες
και θυμάσαι σκόρπια, ελπίδες.
Μία τάξη, θαρρείς, πρέπει μόνο.

Και μια ώρα, το αλάτι δε φτάνει.
Ενός γέρου το κορμί πια φορείς,
μοιάζει η έντιμη δόξα με τάφο
που σε καλεί να ξεκουραστείς..
Σε ένα χαρτί, σου λεν, δεν υπάρχεις
και πως εσύ ν΄αρνηθείς...
Με τ΄αδύναμα χέρια του γέρου,
δεν μπορείς ν΄ αντισταθείς.

Τις ημέρες κρυφά λευτερώνεις
το τέρας που αρνιόσουν καιρό.
Τη σκιά σου τρώει και λιώνεις
που δε του φύλαξες φως αρκετό..
Τους καθρέφτες κομμάτια τους κάνει,
να σε δει δεν αντέχει στιγμή.
Γιατί εκείνο, πάντα αγαπάει,
το παραμύθι, που ζούσες παιδί..

Ο άγνωστος ποιητής 'Αχθος Αρούρης (1903-1977)


Γέννησις


'Εξω βαριά, μονότονα κι επίμονα χτυπά η βροχή
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ' στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.

Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.

Τάχατες τ' άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ' όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;

Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ' την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
'Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
'Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.

Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν' αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ' όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.

Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.

Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.

Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.


(Σάμος, 24.12.1937)

Στη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου θα βρείτε αρκετά link για την ζωή του αγνώστου ποιητή
από τον εγγονό του.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Ποίμνιο αγνώστου πατρός…

O Τομ γεννήθηκε στο Μανχάταν. Ο πατέρας του Γκας είχε ένα μικρό γωνιακό παντοπωλείο. Του είχε μείνει από τους ανθρώπους που τον υιοθέτησαν , τον Θωμά και τη Μαγδαλινή ,προσφυγές από την Τραπεζούντα , όταν μωρό παιδί ακόμη έφτασε εκεί με ένα βαπόρι από την Νοτιοανατολική Ευρώπη ,εκεί γύρω στο πενήντα.
Είχαν ένα παιδάκι στα μέρη τους αλλά το έχασαν στην αναμπουμπούλα του φευγιού και ο Θεός δεν τους έδωσε άλλο οπότε αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα Χριστιανόπουλο από τα μέρη τα πατρώα.
Τα χρήματα που έβγαζε ο Γκας δεν αρκούσαν για σπουδαία πράγματα αλλά ένα σπίτι να μείνει και δυο στόματα να ταΐζει τα κατάφερνε. Η μητέρα του Τομ μια χριστιανή με καταγωγή από το Ιραν ,βρέθηκε εκεί με τους γονείς της όταν έπεσε ο Σάχης. Τα υπόλοιπα αδέλφια τους πέρασαν στη Βασόρα όπου τους φιλοξένησαν κάποιοι ομοεθνείς χριστιανοί αλλά μετά τον πόλεμο Ιραν-Ιρακ χάθηκαν τα νέα τους.
Να σπουδάσει τον Τομ χρήματα δεν είχε ,όμως του δόθηκε η ευκαιρία μιας και τα έπαιρνε τα γράμματα , τα κατάφερνε και στα μαθήματα , να μπει στην ακαδημία της πολεμικής αεροπορίας.
Ο Τομ υπηρετεί στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης σαν πιλότος μεταγωγικών ελικοπτέρων.

Ο Θοδωρής γεννήθηκε στην Λάρισα. Ο πατέρας του Λευτέρης είχε ένα μικρό γωνιακό παντοπωλείο. Το ξεκίνησε σιγά σιγά ο δικός του πατέρας όταν έφτασε εκεί μονάχος από τη Μικρασία . Η αδελφή του και οι γονείς του χάθηκαν στον χαλασμό και νέα τους δεν έμαθε ποτέ. Η μητέρα του Θοδωρή προσφυγγοπούλα κι αυτή από την Ανδριανούπολη , οι δικοί της ήλθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Σαλονίκη . Ο Θοδωρής τα γράμματα δεν τα έπαιρνε πολύ αλλά με τη μεσολάβηση και ενός βουλευτή της περιοχής έγινε μόνιμος στο στρατό και έφτασε ήδη στο βαθμό του ανθυπασπιστή με ειδικότητα υγειονομικού. Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη όταν του προτάθηκε να υπηρετήσει έξι μήνες στο Ιρακ. «Μάνα θα φτάσω αντισυνταγματάρχης ,άσε που θα ξεκινήσω το σπιτάκι στο οικόπεδο του παππού».

Ο Ιμπραήμ γεννήθηκε στην Τραμπζόν (Τραπεζούντα). Ο πατέρας του Σαλίμ ήταν από εκεί αλλά γνώριζε ότι δεν ήταν βιολογικοί του γονείς αυτοί που τον μεγάλωσαν μιας και ήσαν πολύ μεγάλοι σε ηλικία. Του είχαν πει ότι τον μάζεψαν μόνο τον καιρό των μεγάλων διωγμών. Είχε ένα μικρό γωνιακό παντοπωλείο που του είχαν αφήσει.
Η μητέρα του είχε Κουρδική καταγωγή , από τη Μοσούλη. Όλοι έπεσαν πάνω στο Σαλίμ όταν αποφάσισε να την πάρει , υφάντρα που ήρθε στην πόλη για να ζήσει αλλά αυτός δεν μέτρησε τίποτα μπροστά στα κατάμαυρα μάτια της.

Ο Ιμπραήμ από μικρός είχε τη ρετσινιά του Κούρδου μα σαν τελείωσε το σχολείο ,αποφάσισε να καταταχθεί στο στρατό για να αποδείξει ότι είναι γνήσιος πατριώτης.
Υπηρετεί σε μονάδα του Τουρκικού μηχανικού με τον βαθμό του επιλοχία στη Μοσούλη.

Ο Απτουραχμάν γεννήθηκε στην Βασόρα. Έχει ένα μικρό παντοπωλείο που βρήκε από τους δικούς του. Σκοτώθηκαν αρκετά χρόνια πριν στον πόλεμο με το Ιραν από έκρηξη οβίδας. Γνώριζε ότι ήσαν Χριστιανοί μα αυτός μεγάλωσε από επτά ετών σε σουνίτικο σχολείο. Στην εισβολή των Αμερικανών επιστρατεύτηκε αλλά το τάγμα του παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά κι έτσι τώρα προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με όσα μπορούσε να εμπορευθεί στο παντοπωλείο του.

Ο Τομ αυτή τη στιγμή παρακολουθεί μια ταινία με συναδέλφους και σε λίγο θα πάει για ύπνο. Αύριο έχει να μεταφέρει τρεις αξιωματικούς στη Βασόρα.

Ο Θοδωρής έλαβε πακέτο από Ελλάδα σήμερα και είναι πολύ χαρούμενος. Τσιμπούσι με τους συναδέλφους ,καινούρια cd και ένα μπουκάλι τσίπουρο από τα μέρη του.
Αύριο θα κατέβει αξιωματικός κίνησης για ψώνια στην πόλη μιας και μιλά αγγλικά.

Ο Ιμπραήμ γράφει ένα γράμμα στην αγαπημένη του. Σε τρεις μήνες γυρίζει και θα παντρευτούν.
Το πρωί θα κατεβάσει με το τζιπ δυο μηχανικούς στη γέφυρα που επισκευάζουν στην πόλη.

Ο Απτουραχμάν γύρισε μόλις σπίτι στην οικογένεια του. Βλέπει τον μικρό του γιο Οσμάν που μόλις άρχισε να περπατά και ελπίζει ότι ίσως τα πράγματα στρώσουν.
Το πρωί ξεκινά άλλη μια μέρα στο μαγαζάκι του.

Ωρα 8.15 πμ το ελικόπτερο απογειώνεται από Βαγδάτη για Βασόρα.

Ωρα 8.20 πμ ο Θοδωρής ξεκινά για τα ψώνια μαζί με τρεις Ρουμάνους οπλίτες.

Ωρα 9.00 πμ ο Απτουραχμάν ανοίγει όπως κάθε πρωί το μαγαζί του.

Ωρα 9.10 πμ το τζιπ με τους μηχανικούς και τη συνοδεία των Τούρκων αξιωματικών ξεκινά για τον προορισμό του.

Ωρα 9.35 πμ ο Θοδωρής μπαίνει στο μαγαζί του Απτουραχμάν και κανονίζει την παραγγελία. Του ζητά να βιαστεί αφού το στρατιωτικό φορτηγό κλείνει τον δρόμο.

Ωρα 9.40 πμ το τουρκικό τζιπ κορνάρει στο φορτηγό που έχει κλείσει το δρόμο.
Ηχος από ελικόπτερο πάνω από τα κεφάλι τους κάνει την κατάσταση εκνευριστική

Ωρα 9.41 πμ μια λάμψη πάνω από μια ταράτσα .

Ωρα 9.41.33 πμ μια πύρινη σφαίρα από τον ουρανό πέφτει πάνω σε παντοπωλείο ,φορτηγό και τζιπ.

Τρεις ημέρες μετά μια επιστολή σε τρεις γλώσσες φτάνει σε Μανχάταν , Λάρισα , Τραπεζούντα. « Έπεσε υπέρ πατρίδος στον αγώνα κατά του εχθρού».

Ο μικρός Οσμάν μαθαίνει να περπατά. Σύντομα θα μπορεί να κρατήσει όπλο ή τουλάχιστον να τραβήξει ένα κορδόνι.

Όμορφη βραδιά απόψε στη Βασόρα , ούτε μια έκρηξη…..

Nâzım Hikmet


Δεν έχω πήγασο με σέλαν αργυρή
ούτε και πόρους
-όπως τους λεν’- αδήλους
δεν έχω μήτε γη
μια σπιθαμή
μονάχα ένα ποτηράκι μέλι
σα να ‘ναι φλόγα λαμπερή.Αυτό είναι το βιος μου
κι είναι και για τους φίλους
κι ενάντια σ’ όλους τους εχθρούς
εντός μου
φυλάγω αυτόν τον πλούτο μου
ένα ποτήρι μέλιΥπομονή, συντρόφοι, υπομονή
και θα ‘ρθει μέρα η τρανή
ναι θα ‘ρθει!
-Σ’ αυτούς που ‘χουν το μέλι θε να ‘ρθει
η μέλισα η μια
απ’ τη Βαγδάτη.

Επίκουροs


Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, μοναδικό στα ελληνικά γράμματα. Πρωτοεκδόθηκε το 1954 και αποτελεί ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών και ουσιαστικής μάθησης. Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, όχι μόνο μας προσφέρει ανεκτίμητη γνώση για τον Επίκουρο και τη Φιλοσοφία του, αλλά μας διδάσκει την αληθινή ιστορία του αρχαίου κόσμου.