Σα κλείνουν τα μάτια το βράδυ
σε ύπνο βαθύ, σκοτάδι..
το ακούς που ουρλιάζει στ΄αστέρια
και τρομάζει
των αγγέλων τα χέρια.
Μοιάζει ο κόσμος μόνος, με φόβο.
Εφιάλτης η ανάσα, που διώχνω...
Κι ύστερα πάλι η ώρα,
ρυθμικά την καρδιά τη κουρδίζει.
Δίνει σήμα, να κρύψει το "Τώρα"
απ΄την αυγή, που ωραία ροδίζει..
Νέα πρόσωπα, μάσκες καινούργιες
ήχοι σιωπών καλύπτουν τα ίχνη,
φοράς ανάποδα το δέρμα
που ακόμη φόβο μυρίζει.
Και της μέρας σκαφτιάς, εργάτης,
σα σκουλήκι τρυπάς το ωραίο.
Φτερουγίζουν μακρυά σου τα σμήνη
και ρωτάς τι έχει απομείνει..
Μες τα χέρια σου βαστάς ένα χάρτη
από πρέπει και μη, απ΄ αλάτι,
στις πληγές ως επίθεμα βάζεις,
της καρδιάς τις ρωγμές να σκεπάζεις.
Μία στοίβα χαρτιά η ζωή σου,
κάπου γράφουν πως είσαι σπουδαίος,
έντιμος εργατικός και νέος.
Να προσέχεις τα όνειρα λένε
που τις μοίρες ανάξιων καίνε..
Κάπου γράφει, μα είναι σε στοίβες
και θυμάσαι σκόρπια, ελπίδες.
Μία τάξη, θαρρείς, πρέπει μόνο.
Και μια ώρα, το αλάτι δε φτάνει.
Ενός γέρου το κορμί πια φορείς,
μοιάζει η έντιμη δόξα με τάφο
που σε καλεί να ξεκουραστείς..
Σε ένα χαρτί, σου λεν, δεν υπάρχεις
και πως εσύ ν΄αρνηθείς...
Με τ΄αδύναμα χέρια του γέρου,
δεν μπορείς ν΄ αντισταθείς.
Τις ημέρες κρυφά λευτερώνεις
το τέρας που αρνιόσουν καιρό.
Τη σκιά σου τρώει και λιώνεις
που δε του φύλαξες φως αρκετό..
Τους καθρέφτες κομμάτια τους κάνει,
να σε δει δεν αντέχει στιγμή.
Γιατί εκείνο, πάντα αγαπάει,
το παραμύθι, που ζούσες παιδί..
σε ύπνο βαθύ, σκοτάδι..
το ακούς που ουρλιάζει στ΄αστέρια
και τρομάζει
των αγγέλων τα χέρια.
Μοιάζει ο κόσμος μόνος, με φόβο.
Εφιάλτης η ανάσα, που διώχνω...
Κι ύστερα πάλι η ώρα,
ρυθμικά την καρδιά τη κουρδίζει.
Δίνει σήμα, να κρύψει το "Τώρα"
απ΄την αυγή, που ωραία ροδίζει..
Νέα πρόσωπα, μάσκες καινούργιες
ήχοι σιωπών καλύπτουν τα ίχνη,
φοράς ανάποδα το δέρμα
που ακόμη φόβο μυρίζει.
Και της μέρας σκαφτιάς, εργάτης,
σα σκουλήκι τρυπάς το ωραίο.
Φτερουγίζουν μακρυά σου τα σμήνη
και ρωτάς τι έχει απομείνει..
Μες τα χέρια σου βαστάς ένα χάρτη
από πρέπει και μη, απ΄ αλάτι,
στις πληγές ως επίθεμα βάζεις,
της καρδιάς τις ρωγμές να σκεπάζεις.
Μία στοίβα χαρτιά η ζωή σου,
κάπου γράφουν πως είσαι σπουδαίος,
έντιμος εργατικός και νέος.
Να προσέχεις τα όνειρα λένε
που τις μοίρες ανάξιων καίνε..
Κάπου γράφει, μα είναι σε στοίβες
και θυμάσαι σκόρπια, ελπίδες.
Μία τάξη, θαρρείς, πρέπει μόνο.
Και μια ώρα, το αλάτι δε φτάνει.
Ενός γέρου το κορμί πια φορείς,
μοιάζει η έντιμη δόξα με τάφο
που σε καλεί να ξεκουραστείς..
Σε ένα χαρτί, σου λεν, δεν υπάρχεις
και πως εσύ ν΄αρνηθείς...
Με τ΄αδύναμα χέρια του γέρου,
δεν μπορείς ν΄ αντισταθείς.
Τις ημέρες κρυφά λευτερώνεις
το τέρας που αρνιόσουν καιρό.
Τη σκιά σου τρώει και λιώνεις
που δε του φύλαξες φως αρκετό..
Τους καθρέφτες κομμάτια τους κάνει,
να σε δει δεν αντέχει στιγμή.
Γιατί εκείνο, πάντα αγαπάει,
το παραμύθι, που ζούσες παιδί..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου