Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011
Amedeo Modigliani the Artist
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι, στα ιταλικά Amedeo Clemente Modigliani, (12 Ιουλίου 1884 – 24 Ιανουαρίου 1920) ήταν Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης.
Όσον αφορά την οικογένεια του, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε από αστούς γονείς Σεφαρδίτες Ιουδαίους. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της Εουτζένια και του Φλαμίνιο Μοντιλιάνι. Η γέννησή του συνέπεσε με τη χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης ξυλείας και κάρβουνου, που είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας. Η μητέρα του, κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, άρχισε τότε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.
Η υγεία του Μοντιλιάνι ήταν εύθραυστη από τα παιδικά του χρόνια λόγω του ότι είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Από νωρίς όμως γνώρισε τον κόσμο της τέχνης και αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα ζωγραφικής. Το 1901 γράφτηκε στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνέχισε τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς), των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατο του. Τρία χρόνια έζησε εκεί σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στην ζωγραφική. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδήγησαν να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα ήταν μέσω της ανυπακοής και της αταξίας.
Όπως όλοι οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες της εποχής του, ήταν το όνειρό του να ζήσει στο Παρίσι. Πράγματι, στα τέλη του 1905, σε ηλικία 21 ετών, πήγε για να ζήσει στο Παρίσι. Αρχικά έμενε σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακόμισε στη Μονμάρτρη. Εκείνο τον καιρό η Μονμάρτη αποτελούσε ήδη την συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ. Εγκαταστάθηκε στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), ένα κοινόβιο για τους αδέκαρους καλλιτέχνες. Σύντομα, άρχισε να απασχολείται έντονα με τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος αρχικά από τα έργα του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ εωσότου ο Πολ Σεζάν άλλαξε πολλές από τις απόψεις του. Τελικά, ο Μοντιλιάνι ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, το οποίο δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με εκείνο άλλων καλλιτεχνών. Παρήγαγε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα ξαναεπεξεργαζόταν. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτρης, έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ.
Η άστατη ζωή του σε συνδυασμό με τις κοινωνικές συνθήκες της περιόδου τον και την τραγική οικονομική κατάσταση του ιδίου, τον οδήγησαν στην απόγνωση και αποφασίζει να αποχωρήσει από το Παρίσι και να επιστρέψει στο Λιβόρνο.
Η ιδιαίτερη πατρίδα του όμως φάνταζε μικρή για να χωρέσει την ιδιοφυϊα και τις αγωνίες του, έτσι το 1909 ταξιδεύει και πάλι για το Παρίσι, αλλά αυτή τη φορά αποφασισμένος να εγκατασταθεί μόνιμα στη συνοικία Μονπαρνάς.
Οι ηδονιστικές του τάσεις ικανοποιούνταν μέσω αγοραίου έρωτα, εωσότου συνάντησε στα 26 του τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του, τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, η οποία ήταν 21 χρονών και είχε παντρευτεί μόλις πρόσφατα. Έμεναν σε διαμερίσματα του ίδιου κτιρίου και εκεί αναπτύχτηκε η σχέση τους. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διήρκησε ένα έτος περίπου, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδήγησαν να επιστρέψει στο σύζυγό της. Ο Μοντιλιάνι, ζώντας μέσα στην απόγνωση, έφτανε στα άκρα όσον αφορά τους εθισμούς και τις καταχρήσεις, ως το τέλος της ζωής του.
Η εγκατάσταση του Μοντιλιάνι στο Μονπαρνάς συνοδεύτηκε από την γνωριμία του με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Στο εργαστήριο του Μπρανκούζι και με την καθοδήγησή του, ο Μοντιλιάνι αφοσιώθηκε στη γλυπτική. Τόσο πολύ τον απορρόφησε η τέχνη αυτή, που εγκατέλειψε σχεδόν ολοκληρωτικά την ζωγραφική για έξι ολόκληρα χρόνια ως το έτος 1915. Ο Μοντιλιάνι δεν έγινε ευρέως γνωστός ως γλύπτης, κυρίως γιατί σώζονται ελάχιστα έργα του, τα οποία όμως είναι θαυμάσια. Τα περισσότερα από τα έργα του τα κατάστρεψε ο ίδιος. Τα έργα του γίνεται φανερό ότι επηρεάστηκαν από την πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής και της Καμπότζης.
Αν και μια σειρά γλυπτών του εκτέθηκε στο Φθινωπορινό Σαλόνι του 1912, εγκατέλεψε ξαφνικά τη γλυπτική και στράφηκε πλήρως στη ζωγραφική. Μέχρι να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ζωγραφική από το 1915 και μετά, ο Μοντιλιάνι εκτός από γλυπτά έκανε και σχέδια. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την απαραίτητη γι’ αυτόν, καθημερινή ποσότητα αλκοόλ. Συνήθως έμπαινε σε ένα καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδια του και τα αντάλλασε με μερικά ποτήρια κρασί.
Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στο στρατό αλλά δεν στρατεύτηκε τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Τα δύσκολα αυτά χρόνια και κυρίως λόγω της βοήθειας του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, έμελλαν να γίνουν τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Σε διάστημα περίπου πέντε ετών, από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακοσίους πίνακες.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης —και τελικά μοναδικής όσο ζούσε— ατομικής έκθεσής του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Λόγω του σκανδάλου που προέκυψε η αστυνομία απαγόρευσε την έκθεση.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne). Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Δεν πρόλαβε όμως ούτε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ. Μια μέρα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο ορόφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, όντας εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.
*Η κόρη τους Ζαν, την οποία μεγάλωσε η μητέρα του Μοντιλιάνι, εγινε αυθεντία στην εκτίμηση έργων του πατέρα της. Ο Μοντιλιάνι θεωρείται ένας από τους 10 πιο πρόσφορους για πλαστογραφία καλλιτέχνες. Ειδικοί εκτιμούν ότι κυκλοφορούν ακόμη τουλάχιστον 1.000 πλαστοί Μοντιλιάνι στην αγορά. Η Ζαν πέθανε βυθισμένη στο αλκοόλ, το 1984, 100 χρόνια μετά τη γέννηση του πατέρα της.*
Πηγη:tvxsteam,wiki
* Μέριλ Σεκρέστ «Μοντιλιάνι: Μια ζωή»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου