Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Πηγαίνετε, τραγούδια μου...

Έζρα Πάουντ - Εντολή

Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στον ανικανοποίητο και στον μοναχικό,
Πηγαίνετε σ” αυτόν με τα κουρελιασμένα νεύρα, σ” αυτόν
που της συμβατικότητας έγινε σκλάβος,
Και δώστε τους την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο
Την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.
Μιλήστε για την ασυνείδητη επιβολή,
Μιλήστε για όσους τυραννούν γιατί δεν έχουν φαντασία,
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.
Πηγαίνετε σ” εκείνη την αστή που από ανία πεθαίνει,
Πηγαίνετε στων προαστίων τις γυναίκες.
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους,
Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους,
Στη σύζυγο που αγοράστηκε,
Σ” αυτήν πηγαίνετε που έγινε κληρονόμος.
Πηγαίνετε σ” εκείνους με τους εξευγενισμένους πόθους,
Πηγαίνετε σ” αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους ναυάγησαν,
Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·


Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,
Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,
Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής.
Πηγαίνετε με τρόπο φιλικό,
Πηγαίνετε με λόγο θαρρετό.
Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούρια αγαθά,
Σταθείτε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση.
Πηγαίνετε σ” αυτούς που με τα χρόνια έχουν παχύνει,
Σ” αυτούς που έχασαν πια τα ενδιαφέροντά τους.
Πηγαίνετε στους έφηβους που μέσ” την οικογένεια πνίγονται –
Ώ, πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό,
Να βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στο ίδιο σπίτι!
Κάτι σα δέντρο γέρικο με νέα βλαστάρια,
Και με κλαδιά που πέφτουν και ρημάζουν.
Βγείτε αψηφώντας την κοινή γνώμη,
Εναντιωθείτε στη χλιαρή δουλεία του αίματος,
Εναντιωθείτε σε κάθε είδους εξουσία.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο "ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ" ΤΩΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΩΝ

Με αφορμή ακόμη μια επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είναι αναγκαία η αναδρομή σε ένα αιώνα πραξικοπημάτων, υποτέλειας, δικτατοριών, εξάρτησης, βίας και νοθείας και ισοπέδωσης του ελληνικού λαού..Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία που ο νεοφασισμός αγιοποιεί τους δικτάτορες.
 


Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Welcome to the New World Order

Man walks along the railroad track
He's goin' some place, there's no turnin' back
The Highway Patrol chopper comin' up over the ridge
Man sleeps by a campfire under the bridge
The shelter line stretchin' around the corner
Welcome to the New World Order
Families sleepin' in their cars out in the Southwest
No job, no home, no peace, no rest, no rest



He pulls his prayer book out of a sleepin' bag
The preacher lights up a butt and takes a drag
He's waitin' for the time when the last shall be first and the first shall be last
In a cardboard box 'neath the underpass
With a one way ticket to the promised land
With a hole in your belly and a gun in your hand
Lookin' for a pillow of solid rock
Bathin' in the cities' aqueducts



Now Tom Said; "Ma, whenever ya see a cop beatin' a guy
Wherever a hungry new born baby cries
Wherever there's a fight against the blood and hatred in the air
Look for me ma
I'll be there
Wherever somebody's srtugglin' for a place to stand
For a decent job or a helpin' hand
Wherever somebody is strugglin' to be free
Look in their eyes ma,
You'll see me

And the highway is alive tonight
Nobody's foolin' nobody is to where it goes
I'm sittin' down here in the campfire light
With the ghost of Tom Joad



Δυστυχώς αυτό το υπέροχο τραγούδι , είναι του «ακατανόμαστου»
 Πουλημένος πλέον στην εξουσία τον μακελάρηδων τον λαών!!!






Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Edward Estlin Cummings

Αν δεν μπορείς να φας πρέπει να
                      Καπνίσεις και δεν έχουμε
Τίποτα να καπνίσουμε : έλα μικρό μου
                                 Ας κοιμηθούμε
Αν δεν μπορείς να καπνίσεις πρέπει να
                   Τραγουδήσεις και δεν έχουμε
Τίποτα να τραγουδήσουμε ΄ έλα μικρό μου
                                 Ας κοιμηθούμε
Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις πρέπει να
                       Πεθάνεις και δεν έχουμε
Τίποτα να πεθάνουμε, έλα μικρό μου
                                 Ας κοιμηθούμε
αν δεν μπορείς να πεθάνεις πρέπει να
                    ονειρευτείς και δεν έχουμε
Τίποτα να ονειρευτούμε ( έλα μικρό μου
                                Ας κοιμηθούμε)









Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ La terra e la morte

Terra rossa terra nera,
tu vieni dal mare,
dal verde riarso,
dove sono parole
antiche e fatica sanguigna
e gerani tra i sassi ‒
non sai quanto porti
di mare parole e fatica,
tu ricca come un ricordo,
come la brulla campagna,
tu dura e dolcissima
parola, antica per sangue
raccolto negli occhi;
giovane, come un frutto
che è ricordo e stagione ‒
il tuo fiato riposa
sotto il cielo d'agosto,
le olive del tuo sguardo
addolciscono il mare,
e tu vivi rivivi
senza stupire, certa
come la terra, buia
come la terra, frantoio
di stagioni e di sogni
che alla luna si scopre
antichissimo, come
le mani di tua madre,
la conca del braciere.
27 ottobre '45










Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ο Φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας


Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Κυψέλη της Άρτας από φτωχούς γονείς αγρότες. «Εκεί που», όπως λέει ο ίδιος, «οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς. Αναγκαία λύση για την επιβίωση ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς, ένα όνειρο αρκετά απατηλό. Το μήνυμα που κυριαρχούσε ειδικά για τους νέους ήταν: "Φύγε να σωθείς". Πάρα πολλοί έφυγαν...»
Σε ηλικία μόλις έντεκα ετών βρέθηκε στην Αθήνα και ρίχτηκε στη βιοπάλη.
Η εποχή του πολέμου του '40, η Κατοχή και η συμμετοχή του Κώστα Μπαλάφα στο αντάρτικο αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή του, χαράζοντας τη μετέπειτα πορεία του. Το αξιόλογο ιστορικό και καλλιτεχνικό του έργο. και ιδιαίτερα η φωτογραφική καταγραφή της Εθνικής Αντίστασης στην Ήπειρο.















 Το 1951. με κριτήριο τα προσόντα του, προσελήφθη από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων.



 Είχε πει :
«Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Το ψωμί μου το βγάζω με τη σύνταξη της ΔΕΗ. Θέλω τη φωτογραφία εντελώς καθαρή. Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου…».




Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Rainer Maria Rilke

Einsamkeit

Die Einsamkeit ist wie ein Regen.
Sie steigt vom Meer den Abenden entgegen;
von Ebenen, die fern sind und entlegen,
geht sie zum Himmel, der sie immer hat.
Und erst vom Himmel fällt sie auf die Stadt.
Regnet hernieder in den Zwitterstunden,
wenn sich nach Morgen wenden alle Gassen
und wenn die Leiber, welche nichts
gefunden, enttäuscht und traurig von einander lassen;
und wenn die Menschen, die einander hassen,
in einem Bett zusammen schlafen müssen:

 dann geht die Einsamkeit mit den Flüssen...


H μοναξιά μοιάζει τις βροχής
τα βράδια από την θάλασσα ανεβαίνει
και από απόμερους μακρινούς κάμπους
στον ουρανό πηγαίνει, και πάντα εκεί
μένει-και από τον ουρανό στην πόλη πέφτει
βροχή σε ώρες ερμαφρόδιτες, προς τα πρωινά
όταν τα σώματα που δεν βρήκαν τίποτα
απογοητευμένα και λυπημένα χωρίζουν
κι όταν οι άνθρωποι που ένας τον άλλο μισούνε
στο ίδιο κρεβάτι πρέπει μαζί να κοιμηθούνε

τότε πάει η μοναξιά όπου οι ποταμοί πάνε...

( σε ελεύθερη μετάφραση )

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Τσάρλι Τσάπλιν - Μοντέρνοι Καιροί

Η δεύτερη ηχητική ταινία του Chaplin, σε μια εποχή όπου έχει ολοκληρώσει μία περιοδεία του σε όλον τον κόσμο, έχει αποκτήσει συνείδηση των κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την βιομηχανοποιημένη Δύση και αποφασίζει ν' αφήσει τον χαρακτήρα του γνωστού Αλήτη που δημιούργησε το 1914 και τον κατέστησε διάσημο και αγαπητό απ' όλους, για να επιδοθεί σε μια ιδιοφυή και απολαυστική κριτική του σύγχρονου αστικού μηχανοποιημένου κόσμου. Ένθερμος υποστηρικτής της Αριστεράς, στάση που του στοίχισε, στέφοντας για δεκαετίες το βλέμμα του FBI πάνω του, συνδυάζει σε αυτή την ταινία-σταθμό την καλλιτεχνική έκφραση με ένα δριμύτατο, σαρκαστικό πολιτικό κατηγορώ. Η εναρκτήρια σκηνή με την εικόνα των εργαζομένων σε αντιπαραβολή με ένα κοπάδι προβάτων, αλλά και οι σεκάνς της αυτόματης ταΐστρας εργατών και της πτώσης του στο εσωτερικό της μηχανής με τα γιγάντια γρανάζια, προδίδουν το υποκριτικό και σκηνοθετικό του μεγαλείο, παράλληλα με τις ιδεολογικές του ανησυχίες, όπως αυτές εμποτίστηκαν βαθιά από τη μαρξιστική σκέψη. Αγγίζει θέματα που παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα: φτώχεια, ανεργία, απεργίες και απεργοσπάστες, πολιτική αδιαλλαξία, οικονομικές ανισότητες, τυραννία των μηχανών, ναρκωτικά. Έχοντας υποστεί την απάνθρωπη μεταχείριση των εργοδοτών στις μεγάλες βιομηχανίες, ο ήρωας καταλήγει να περιπλανιέται άνεργος και πεινασμένος. Στο δρόμο συναντά μία φτωχή κοπέλα, την τελευταία του παρτενέρ επί της οθόνης, την οποία ερμηνεύει η σύντροφός του και στη ζωή, εκείνη την περίοδο, Paulette Goddard. Μαζί προσπαθούν να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς που τους καταδιώκουν και να ζήσουν την δική τους ρομαντική πλάνη, μακριά από έναν κόσμο δυστυχίας και αναταραχών. Η περιπλάνηση τους μέσα στην πόλη και οι απόπειρές τους να βρουν δουλειά, οδηγούν και τους δύο σε μία σειρά ξεκαρδιστικών, ωστόσο γλυκόπικρων περιπετειών. Η ένταση με την οποία ο Chaplin καταφέρνει να επικοινωνήσει σε συνεχή εναλλαγή, συναισθήματα χαράς αλλά και μελαγχολίας, σχετίζονται άμεσα με την επιδίωξή του να παρουσιαστεί στο κοινό περισσότερο «ώριμος». Σταθμός στη καριέρα του ίδιου του Chaplin είναι η σκηνή, στην οποία εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά να μιλά και συγκεκριμένα να τραγουδά. Αμετανόητος πολέμιος του ομιλούντος σινεμά, ο Chaplin δίσταζε να εισάγει την αγαπημένη του περσόνα στη νέα αυτή εποχή του ηχητικά ενισχυμένου κινηματογράφου. Οι «Μοντέρνοι Καιροί» είναι μία ηχητική ταινία, αλλά όχι μία ταινία διαλόγων. Συνέθεσε ένα ακουστικό κολάζ από τους ήχους της πόλης και των εργοστασίων, με ελάχιστες ηχογραφημένες ομιλίες και τηρώντας την χρήση των επεξηγηματικών καρτών ανάμεσα στις σκηνές. Η σεκάνς κατά την οποία ο Chaplin προσλαμβάνεται για να σφίγγει βίδες στη γραμμή παραγωγής ενός εργοστασίου, μπλέκεται στα γρανάζια ενός τεράστιου μηχανήματος και τελικά χάνει τόσο πολύ την ανθρώπινη υπόστασή του από τη δουλειά, ώστε τριγυρίζει στο εργοστάσιο, σφίγγοντας τις μύτες και τα κουμπιά όσων συναντά, είναι μια σκηνή ανθολογίας. Cahiers du cinema
Μοντέρνοι καιροί από tvxorissinora

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Hang Drum Το ακουστικό όργανο του 21ου αιώνα


Το Χανγκ είναι ένα μεταλλικό κρουστό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των ιδιοφώνων. Κατασκευάζεται στη Βέρνη από την εταιρία PANArt Hangbau AG.Hang στα Βερνέζικα (τοπικό ιδίωμα στην Βέρνη της Ελβετίας) σημαίνει χέρι. Αποτελείται από δύο νιτροποιημένα ατσάλινα φύλλα τα οποία κυρτοποιούνται με πρέσα δημιουργώντας το αναγνωρίσιμο σχήμα των ΑΤΙΑ. Στο εσωτερικό του δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο αέρας. Το κούρδισμα του οργάνου γίνεται σφυρήλατα. Η διαδικασία κατασκευής του είναι αποτέλεσμα τριακονταετούς μελέτης και διεξοδικής έρευνας. Στο κέντρο της άνω πλευράς (πλευρά Ντινγκ) υπάρχει ένας θόλος που ονομάζεται Ντινγκ, ο οποίος θυμίζει τον τρούλο στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Όταν ενεργοποιηθεί παράγει το μπάσο του οργάνου. Ο θόλος αυτός περικυκλώνεται από επτά τονικά πεδία που θυμίζουν κρατήρες. Στο κέντρο της κάτω πλευράς (πλευρά Γκου) υπάρχει μια τρύπα που ονομάζεται Γκου το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον μουσικό να ενεργοποιεί τις συχνότητες Χέλμχολτζ. Το Χανγκ παίζεται με τα δάκτυλα και τις παλάμες όπως ακριβώς ορίζει και η ερμηνεία της λέξης Χανγκ, που στη διάλεκτο της Βέρνης σημαίνει «χέρι». Ο ηχητικός χαρακτήρας του είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία για το ανθρώπινο αυτί.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Εκατό βήματα...ακόμα

Ο Peppino Impastato ήταν γιος μιας γνωστής μαφιόζικης οικογένειας του Παλέρμο. Έφυγε από το σπίτι του και εντάχθηκε στην "Νέα Αριστερά". Ίδρυσε έναν αυτοδιαχειριζόμενο ραδιοφωνικό σταθμό και ξεκίνησε πόλεμο εναντίον της Μαφίας και της διακίνησης ναρκωτικών στην οποία ήταν αναμειγμένοι σπουδαίοι πολιτικοί και μαφιόζικες οικογένειες.
Ο Σταθμός αλλά και η εν γένει δραστηριότητα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου τον είχαν κάνει εξαιρετικά δημοφιλή.
Κατέβηκε στις δημοτικές εκλογές με το ψηφοδέλτιο της "Προλεταριακής Δημοκρατίας".
Βρέθηκε δολοφονημένος την νύχτα 8 προς 9 Μαΐου του 1978 στις ράγες του σιδηροδρόμου μερικές ημέρες πριν από τις δημοτικές εκλογές.
Την ίδια "σκοτεινή νύχτα" , εντελώς τυχαία, δολοφονήθηκε και ο Aldo Moro.
Ο Ραδιοφωνικός σταθμός απείχε 100 βήματα από το σπίτι του νούμερο ένα της Σικελιάνικης μαφίας.
Δημιουργήθηκε τo κίνημα "Ancora cento passi" (Ακόμα εκατό βήματα) με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη σε όλη την Ιταλία.
Το 2000 κυκλοφόρησε , σε σκηνοθεσία του Marco Tullio Giordana η ταινία I Cento passi (ή αλλιώς Εκατό βήματα) που μιλα για τη ζωή του Giuseppe. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στη μικρή πόλη του Cinisi στην επαρχία του Παλέρμο, την πόλη καταγωγής της οικογένειας Impastato. Εκατό βήματα ήταν ο αριθμός των βημάτων για να πάει κανείςι από το σπίτι του Impastato στο σπίτι του αφεντικού της μαφίας Tano Badalamenti.
Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα ένα από τα διασημότερα μουσικά γκρουπ της Ιταλικής νεολαίας οι Modena City Ramblers επαναφέρει το ιστορικό γεγονός με ένα σύγχρονο τραγούδι το I cento passi.

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Τζένη Μαστοράκη



Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.

Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους,
σημάδια που άλλοτε, μικρός περιηγητής,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους.

Δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή,
παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα.

Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας,
πίσω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά,
τρελό φεγγάρι.



Μα όταν κάποιος σού μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—

εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά και κλαίει—

και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.

τα αυριανά Τάγματα Εφόδου είναι εδώ!



...σας θυμιζei κατι?????






Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Antonio gramsci 1891-1937


«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα. Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει. Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν. Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους».