Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012
Τζένη Μαστοράκη
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους,
σημάδια που άλλοτε, μικρός περιηγητής,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους.
Δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή,
παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας,
πίσω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά,
τρελό φεγγάρι.
Μα όταν κάποιος σού μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—
εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά και κλαίει—
και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου